- άραγμα
- τοη αγκυροβολία: Στα λιμάνια με μεγάλη κίνηση το άραγμα ενός πλοίου δεν είναι εύκολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄραγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άραγμα — το (Α ἄραγμα) νεοελλ. (για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά αρχ. χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση … Dictionary of Greek
ἀράγματα — ἄραγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυροβόλημα — το [αγκυροβολώ] προσόρμιση, άραγμα τού πλοίου με πόντιση τής άγκυράς του … Dictionary of Greek
καθόρμισις — καθόρμησις, ἡ (Α) [καθορμίζω] προσόρμιση, άραγμα, άφιξη τού πλοίου σε λιμάνι … Dictionary of Greek
καταγωγή — η (AM καταγωγή) [κατάγω] η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής… … Dictionary of Greek
παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα … Dictionary of Greek
πόδισμα — το, Ν [ποδίζω] προσωρινό άραγμα σε απάνεμο όρμο … Dictionary of Greek
αράζω — άραξα, αραγμένος 1. αγκυροβολώ: Εκεί που άραξες τα νερά είναι ρηχά. 2. καταλήγω κάπου μόνιμα: Εδώ πια θα αράξουμε. Φρ. «Σία κι αράξαμε» (συνήθως ειρωνικά), φτάσαμε στο τέρμα, πετύχαμε το σκοπό μας. 3. μτφ., κάθομαι, θρονιάζομαι τεμπέλικα. Ουσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλιμένιση — η η είσοδος και παραμονή πλοίου σε λιμάνι, άραγμα, ρεμιτζάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)